συναυξάνω

συναύξησις

συναυξομειόομαι-οῦμαι
συναύξησις, εως () accroissement simultané, Hpc. Art. 821 ; Arstt. H.A. 9, 37, 31 ; Pol. 1, 6, 3.
Étym. συναυξάνω.