συγχαρτικός

συγχειλίαι

συγχειμάζω
συγ·χειλίαι, ῶν (αἱ) coins des lèvres, Arstt. Physiogn. 6, 18 ; Adam. Physiogn. 2, 17, p. 397.
Étym. σ. χεῖλος.