συγχροΐζω

συγχρονέω-ῶ

συγχρονίζω
συγχρονέω-ῶ :
1 être contemporain de, dat. Clém. 382 ; abs. Ath. 599c ||
2 employer au même temps, t. de gr. Dysc. Synt. 205, 1.
Étym. σύγχρονος.