σύγχρονος

σύγχροος-ους

συγχρώζω
σύγ·χροος-ους, οον-ουν :
1 de même couleur, de même aspect, Pol. 3, 46, 6 ; fig. Plut. M. 565c ||
2 qui touche à, uni, Posidipp. (Ath. 596d) ; Nic. (El. N.A. 16, 28).
Étym. σ. χρόα.