συνετῶς

συνεύαδε

συνευαρεστέομαι-οῦμαι
συνεύαδε [] Ps.-Phocyl. 178 ; A. Rh. 3, 30 (3 sg. ao. poét. de *συνανδάνω, d’où ao. 2 *συνέϝαδον, συνεύαδον) plaire à tous.