συγγνωμονέω-ῶ

συγγνωμονικός

συγγνωμονικῶς
συγγνωμονικός, ή, όν :
1 act. indulgent, Arstt. Rhet. 2, 6, 19 ||
2 pass. pardonnable, Arstt. Nic. 5, 8, 12, etc.
Étym. συγγνώμων.