συγγραφή

συγγραφικός

συγγραφικῶς
συγγραφικός, ή, όν [] qui concerne la rédaction d’un ouvrage, particul. d’un ouvrage en prose, Luc. M. cond. 35, Pisc. 23, etc. ||
Cp. -ώτερος, Rhét. 9, 279 W.
Étym. συγγραφή.