συνικμάζω

συνικνέομαι-οῦμαι

συνίλλω
συν·ικνέομαι-οῦμαι :
1 venir ensemble, se réunir, se rencontrer, Th. C.P. 2, 4, 4 ||
2 p. suite, concerner, intéresser, Arstt. Nic. 1, 11, 2.