συνίπταμαι

σύνισαν

συνισθμίζω
σύνισαν [] épq. c. συνῄεσαν, 3 pl. impf. de σύνειμι 2, ou c. συνῄδεσαν, 3 pl. de συνῄδειν, pl. q. pf. de σύνοιδα.