συνιστάνω

συνιστάω-ῶ

συνίστημι
συν·ιστάω-ῶ (impf. 3 sg. συνίστα, Pol. 3, 43, 11 ; DH. 8, 18) c. συνίστημι, Arstt. G.A. 4, 8, 12 ; Probl. 21, 11 ; Conon (Phot. Bibl. p. 141, 26) ; NT. 2 Cor. 6, 4.