Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συνίσχω
συνιτικός
συνιχνεύω
συνιτικός,
ή, όν
[
ῐτ
] qui a tendance à se resserrer, à se condenser,
Arstt.
Probl.
11, 58, 4,
p. opp. à
διϊτικός,
au cp.
-ώτερος
(
σύνειμι 2
).