Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυπτέος
συγκάλυμμα,
ατος
(
τὸ
)
[
κᾰ
] enveloppe,
Spt.
Deut.
22, 30 ;
27, 20
.
Étym.
συγκαλύπτω
.