Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαρκινόομαι-οῦμαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγ·κασιγνήτη,
ης
(
ἡ
)
[
ᾰ
] sœur commune,
Eur.
I.T.
800
.