Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδικάζω
συγ·καταδαρθάνω
(
f.
-δαρθήσω,
ao. 2
συγκατέδαρθον,
etc.
) dormir avec,
Ar.
Eccl.
613, 622
.