συγκαταδιώκω

συγκαταδουλόω-ῶ

συγκαταδύνω
συγ·καταδουλόω-ῶ, asservir ou subjuguer ensemble, Thc. 8, 46 ||
Moy. m. sign. Thc. 3, 64 ; Hypér. (Poll. 3, 81).