συγκαταδύνω

συγκαταδύομαι

συγκατάδυσις
συγ·καταδύομαι (f. -δύσομαι [] ao. 2 συγκατέδυν, etc.) s’enfoncer, plonger ou disparaître avec, dat. Thcr. Epigr. 9 ; Plut. M. 599b ; Luc. Tox. 18.