συγκαταγομφόω-ῶ

συγκατάγω

συγκαταγωγή
συγ·κατάγω [ᾰγ]
1 contribuer à ramener, Ar. Th. 339 ; Plat. Ep. 333e ; Isocr. 349d ; Eschn. 38, 21 ||
2 faire descendre en même temps, Arstt. H.A. 9, 37, 2, etc.