συγκατακλειστέον

συγκατακλείω

συγκατακληΐω
συγ·κατακλείω, enfermer ensemble ou avec : ἄνδρας λέουσι, Luc. D. mort. 14, 4, des hommes avec des lions ; fig. τινὰ ἀπορίᾳ, Luc. V. auct. 9, réduire qqn à la misère ; au pass. Arstt. H.A. 5, 32, 1 ||
E Ion. συγκατακληΐω, Hdt. 1, 182.