συγκατακτάς

συγκατακτείνω

συγκατακυλίνδω
συγ·κατακτείνω, anc. att. ξυγ·κατακτείνω, tuer avec, massacrer, Soph. Aj. 230 (ao. 2 part. ξυγκατακτάς) ; Eur. Or. 1089 (ao. 2 ξυγκατέκτανον [τᾰ]).