συγκαταφθείρω

συγκαταφλέγω

συγκαταφονεύω
συγ·καταφλέγω (ao. 2 pass. συγκατεφλέγην) brûler ensemble ou avec, Luc. Nigr. 30, Luct. 14 ; au pass. être brûlé avec, dat. Plut. M. 499c ; abs. Polyen 7, 24.