Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχράομαι-ῶμαι
συγκατάφυρτος,
ος, ον,
mêlé de, formé d’un mélange de,
dat.
Philox.
(
Ath.
643
c
).
Étym.
vb. de
*συγκαταφύρω,
de
σύν, κατά, φύρω
.