συγκαταπίπτω

συγκαταπλέκω

συγκαταπολεμέω-ῶ
συγ·καταπλέκω, entrelacer, Arstt. H.A. 9, 7, 2 ; DH. Pomp. 1 ; Plut. Sol. 3, etc. ; au pass. Plut. M. 648b.