συγκαταποντόω-ῶ

συγκαταπράσσω

συγκαταριθμέω-ῶ
συγ·καταπράσσω, att. -πράττω, aider à faire, à achever, Dém. 63, 2 ; DC. 59, 10 ||
Moy. m. sign. Dém. 96, 21.