Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατάστασις,
εως
(
ἡ
)
[
στᾰ
] engagement, combat,
Pol.
4, 8, 9
.
Étym.
συγκαθίστημι
.