Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετικῶς
συγκαταθετικός,
ή, όν,
approbatif,
Plut.
M.
1122
b
.
Étym.
συγκατατίθημι
.