συγκαταζάω-ῶ

συγκαταζεύγνυμι

συγκαταθάπτω
συγ·καταζεύγνυμι [] unir : τινά τινι, Plut. Cam. 2 ; Luc. Tox. 25, une personne à une autre ; fig. au pass. Soph. Aj. 123.