συγκατοικέω-ῶ

συγκατοικίζω

συγκατοικτίζομαι
συγ·κατοικίζω :
1 faire habiter ensemble ; fig. τί τινι, M. Tyr. 7, 5, une chose avec une autre ||
2 fonder ensemble, Thc. 2, 41 ||
3 aider à peupler, à coloniser, Hdt. 3, 149 ; Thc. 6, 4 ; 8, 79.