συγκατέχω

συγκατηγορέω-ῶ

συγκατήγορος
συγ·κατηγορέω-ῶ, accuser avec : συγκ. τινι, Dém. 302, 25, avec qqn ; τινος μετά τινος, Dém. 434, 22 ; 1232, 24, accuser une personne avec une autre ; abs. Hypér. Eux. 26.