συγκαττύω

σύγκαυσις

συγκάω
σύγκαυσις, εως ()
1 embrasement, combustion, Plat. Tim. 83a ; Gal. 3, 66 ; 5, 51 ; Ptol. Tetr. p. 86b ||
2 action de brûler, de faire cuire (des briques) Arstt. Aud. 37.
Étym. συγκαίω.