Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
σύγκρατος,
ος, ον
[
ᾱ
]
1
mélangé, uni,
Luc.
Am.
12 ;
Hld.
3, 15,
etc.
||
2
fig.
fortement uni,
Eur.
Andr.
494
.
Étym.
συγκεράννυμι
.