συγκυκλόομαι-οῦμαι

συγκυλινδέομαι-οῦμαι

συγκυλίνδομαι
συγ·κυλινδέομαι-οῦμαι [κῠ] rouler dans, d’où au pass. se vautrer dans, dat. Xén. Conv. 8, 32 vulg.