Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συννυμφοκόμος
σύννυμφος
συννυμφοστολέω-ῶ
σύν·νυμφος,
ου
(
ἡ
) belle-sœur,
Ar. byz.
fr. p. 136 Nauck ;
au pl.
c.
εἰνατέρες,
Spt.
Ruth
1, 15
.
Étym.
σύν, νύμφη
.