συνοιδάω-ῶ

συνοίδησις

συνοικειόω-ῶ
συνοίδησις, εως () enflure simultanée, Mnésith. (Méd. p. 211 Matthäi) ; Sor. Obst. 273, 7 Dietz.
Étym. συνοιδάω.