συνοικοδεσποτεία

συνοικοδεσποτέω-ῶ

συνοικοδεσπότης
συνοικοδεσποτέω-ῶ, présider à la naissance, t. d’astrol. Ptol. Tetr. p. 61, 66.
Étym. συνοικοδεσπότης.