συνοικοδεσπότης

συνοικοδεσποτία

συνοικοδομέω
συνοικοδεσποτία ou mieux συνοικοδεσποτεία, ας () action de présider à la naissance, t. d’astrol. Ptol.
Étym. συνοικοδεσπότης.