συνόμαιμος

συνομαίμων

συνομᾶλιξ
συν·ομαίμων, gén. ονος (ὁ, ἡ) du même sang, Phocyl. 194 ; d’où subst. frère ou sœur, Eschl. Pr. 410 ; Eur. Hel. 640, I.T. 848.
Étym. σύν, ὅμαιμος.