Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συνομιλέω-ῶ
συνομιλητής
συνόμιλος
συνομιλητής,
οῦ
(
ὁ
) [
ῑ
]
c.
ὁμιλητής,
Ath.
(
Orib.
3, 168 B.-Dar.
).
Étym.
συνομιλέω
.