συνομήθης

συνομῆλιξ

συνομηρεύω
συν·ομῆλιξ, ικος (ὁ, ἡ) [ῐκ] du même âge, compagnon, camarade, Anth. 7, 203 ||
E Dor. συνομᾶλιξ, Thcr. Idyl. 18, 22 ; Bion 15, 29.
Étym. σ. ὁμῆλιξ.