συνουτάω-ῶ

συνοφρυόομαι

σύνοφρυς
συν·οφρυόομαι, anc. att. ξυνοφρυόομαι-οῦμαι (pf. συνωφρύωμαι) contracter ou froncer les sourcils, Soph. Tr. 869 ; Eur. Alc. 777.
Étym. σύνοφρυς.