συνοργίζομαι
συνορέγομαισυν·οργίζομαι (f.
-ισθήσομαι, réc. -ιοῦμαι, ao. συνωργίσθην) s’associer
à la colère ou à l’indignation de,
dat. Isocr.
78e ;
Dém. 516, 7 ;
547, 6, etc.
||
E Fut. συνοργισθήσομαι,
Dém. 547, 6 ;
f. réc.
συνοργιοῦμαι, Lib. 236b.