συνθετέον

συνθέτης

συνθετίζομαι
συνθέτης, ου () qui compose, qui arrange : ὀνομάτων, DH. Dem. 36, écrivain qui arrange les mots avec art ; λόγων, Paus. 10, 26, 1, écrivain en prose.
Étym. συντίθημι.