συνθρόησις

σύνθρονος

σύνθροος
σύν·θρονος, ος, ον, assis ensemble sur le trône, qui règne avec, dat. DS. 16, 92 ; Anth. 1, 24 ; Oracl. (Luc. Per. 9) ; abs. Anth. 9, 445.
Étym. σύν, θρόνος.