συνθρηνέω-ῶ

σύνθρηνος

συνθριαμϐεύω
σύν·θρηνος, ος, ον, qui se lamente avec, dat. Anth. 7, 407 ; abs. Arstt. Nic. 9, 11, 4.
Étym. σ. θρηνέω.