συνθυμέω-ῶ

συνθυμόομαι-οῦμαι

συνθυραυλέω-ῶ
συν·θυμόομαι-οῦμαι [θῡ] se mettre en colère avec, Choric. p. 165.
Étym. σύν, θυμός.