συνθύτης

συνθύω

συνθωκέω-ῶ
συν·θύω, offrir ou célébrer un sacrifice avec : τινί, Xén. Œc. 6, 8 ; Eur. El. 795 ; μετά τινος, Dém. 1313, 26, avec qqn ; abs. Is. 70, 23 ; Eschn. 61, 2 ; Pol. 4, 49, 3.