συνθωκέω-ῶ

σύνθωκος

συνιαίνω
σύν·θωκος, ος, ον :
I adj. c. σύνθακος, Syn. Hymn. 5, 53 ||
II subst. ὁ σ. :
1 assesseur, Œnom. (Eus. P.E. p. 223c) ||
2 siège commun, Sophr. (Poll. 9, 46).