συνήκω

συνηλικιώτης

συνῆλιξ
συν·ηλικιώτης, ου () [ῐκ] c. le suiv. DH. 10, 49 ; DS. 1, 53 ; Alciphr. 1, 12 ; NT. Gal. 1, 14.
Étym. σ. ἡλικιώτης.