συνωφελέω-ῶ

συνωχαδόν

συοϐαύϐαλος
συνωχαδόν [ῠᾰ] adv. d’une manière continue, immédiatement, aussitôt, Hés. Th. 690 ; Q. Sm. 14, 517.
Étym. épq. c. συνοχηδόν, de συνέχω, -δον.