Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
συνωρίζω
συνωρικεύομαι
συνωρίς
συνωρικεύομαι
[
ῐ
] conduire un char à deux chevaux,
Ar.
Nub.
15
.
Étym.
συνωρίς
.