συοϐαύϐαλος

συοϐοιωτοί

συοϐόσιον
συο·ϐοιωτοί, ῶν (οἱ) les porcs de Béotie, sobriquet des Béotiens, Crat. (Com. fr. 2, 225).
Étym. σῦς, Βοιωτοί.